- αδιάκριτος
- -η, -ο (Α ἀδιάκριτος, -ον)1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος2. (εττίρρ.) αδιακρίτωςδίχως διάκριση, ανεξαιρέτωςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος, αναιδής, αγενής2. το ουδ. ως ουσ. το αδιάκριτοη αδιακρισία*μσν.1. αυτός που δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος, επιπόλαιος2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀδιάκριτοναπερισκεψία, επιπολαιότητααρχ.1. ανάμικτος, ετερόκλητος, συγκεχυμένος, μπερδεμένος2. ακατανόητος, ακατάληπτος3. αναποφάσιστος4. αχαλίνωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + *διακριτός < διακρίνω.ΠΑΡ. ἀδιακρισία].
Dictionary of Greek. 2013.